- ποίηση
- Λογοτεχνική σύνθεση στην οποία η έκφραση των αισθημάτων ή των εικόνων, η αφήγηση πραγματικών ή φανταστικών γεγονότων, ακόμα και η έκθεση επιστημονικών ή φιλοσοφικών αντιλήψεων, επιτυγχάνεται όχι μόνο με τη σημασία των λέξεων και των συνδυασμών τους, αλλά και με μια μορφική διάταξη του λόγου, που χρησιμοποιεί ελεύθερα τις φωνητικές αξίες και την υποβολή των λέξεων ως πρωταρχικά μέσα, για να εκφραστεί το λεγόμενο θέμα ή περιεχόμενο. Στην ποιητική σύνθεση, το παιγνίδι των τονικών και ρυθμικών τόνων, των καταλήξεων που ακολουθούν μια ορισμένη τάξη, των παρηχήσεων, των διακοπών του νοήματος –όταν μια φράση κόβεται στα δύο υπακούοντας στους νόμους του ρυθμού ή της ρίμας– παίζει επομένως αποφασιστικό ρόλο, ακόμα και αν η λειτουργία αυτή ποικίλλει ανάλογα με τους φωνητικούς και γραμματικούς κανόνες της κάθε γλώσσας, ανάλογα με την ποικιλία του κάθε κριτηρίου και της κάθε ποιητικής. Μπορούμε να πούμε ότι τα στοιχεία της π. είναι: το θέμα ή περιεχόμενο (συναισθηματικό, αφηγηματικό, επιστημονικό, φιλοσοφικό), το υλικό (ο λόγος) και η μορφή (έκθεση του θέματος ή του περιεχόμενου όχι απλώς μέσω των λέξεων, όπως στον πεζό λόγο, αλλά έτσι ώστε να ταυτίζονταιοι συναισθηματικές, αφηγηματικές, επιστημονικές ή φιλοσοφικές αξίες τους με τις φωνητικές και υποβλητικές αξίες του λεκτικού υλικού). Η π. επομένως είναι ποίηση εξαιτίας της μορφής της, ως μορφοποίηση συγχρόνως του υλικού και του θέματος: και ίσως ο πιο τέλειος ορισμός της π. είναι του Δάντη, ο οποίος έγραψε στο Convivio ότι η π. είναι φτιαγμένη από λέξεις εναρμονισμένες με μουσικό δεσμό (per legame musaico armonizzate), εξάγοντας το συμπέρασμα από ένα τέτοιο ορισμό, ότι είναι αδύνατο να μεταφραστεί ένα ποίημα από μια γλώσσα σε άλλη, χωρίς να καταστραφεί όλη του η γλυκύτητα και αρμονία.
Η π. διαφέρει από τον πεζό λόγο, γιατί σ’ αυτόν η μορφή των λέξεων είναι στην υπηρεσία του νοήματος, ενώ στην π. το νόημα υπηρετεί κυρίως τη μορφή. Η π. διαφέρει και από τη φωνητική μουσική, γιατί σ’ αυτήν ο ήχος είναι το υλικό, όχι η λέξη αυτή η ίδια, η oποία, αντίθετα, λαμβάνεται υπόψη μόνον ως φορέας του ήχου.
Επειδή οι χαρακτήρες που προσδιορίζουν μια σύνθεση ως ποιητική είναι κοινοί σε όλες τις δυνατές συνθέσεις, η λέξη π. χρησιμεύει επίσης για να χαρακτηρίζει την ουσία της π. ως τέχνης. Παράλληλα, στη νεότερη αισθητική, από το ρομαντισμό και ύστερα, συνηθίζεται να ταυτίζεται η π. με την ίδια την ουσία της τέχνης, και γίνεται λόγος για ποίηση και για πρόζα στη ζωγραφική, στη γλυπτική, στη μουσική, στο θέατρο, στον κινηματογράφο, και η έκφραση έργο ποιητικό χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει ένα πετυχημένο έργο τέχνης. Στην περίπτωση αυτή ο όρος χρησιμοποιείται μεταφορικά, με βάση τη διαπίστωση ότι σε όλα τα έργα τέχνης, στα ιδιαίτερα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την κάθε τέχνη, παρατηρείται η τέλεια εκείνη ενότητα θέματος (ή περιεχομένου), ύλης και μορφής που αναγνωρίζουμε σε κάθε ωραίο ποίημα. Σε ορισμένες εξάλλου κατευθύνσεις της σύγχρονης αισθητικής, αυτή η ταύτιση της καθολικής ουσίας της τέχνης με την π. έχει και περιοριστικό νόημα και βασίζεται στην αντίληψη ότι η ουσία της τέχνης είναι το συναίσθημα και ότι πρέπει να αντιλαμβανόμαστε την π. ως έκφραση ενός συναισθήματος, ενώ θεωρούνται πεζός λόγος οι συνθέσεις (έστω και αν η λεκτική τους μορφή είναι ανάλογη με της π.), των οποίων το θέμα δεν είναι λυρικό, αλλά περιγραφικό ή αφηγηματικό. Οι άλλες τέχνες μπορούν επομένως να θεωρηθούν π., επειδή εκφράζουν ένα συναίσθημα και μόνο στο μέτρο που εκφράζουν αυτό το συναίσθημα. Οι νεότερες τάσεις της αισθητικής τείνουν εξάλλου να θεωρήσουν την π. ως τέχνη διαφορετική από τις άλλες, επειδή χρησιμοποιεί ένα υλικό (το λόγο) διαφορετικό από τα υλικά που χρησιμοποιούν οι υπόλοιπες τέχνες και το μεταχειρίζεται με τρόπο διαφορετικό από τον τρόπο με τον οποίο το μεταχειρίζεται ο πεζός λόγος. Τα τελευταία χρόνια, διάφοροί φιλόσοφοι και κριτικοί συνηθίζουν να διακρίνουν το λόγο της π., που θεωρείται λόγος παρουσιαστικός, από το λόγο της πρόζας και την καθημερινή γλώσσα, που ονομάζεται συζητητικός λόγος.
Για τις υποδιαιρέσεις των διάφορων μορφών ποιητικής έκφρασης: ποιητική, λογοτεχνία, έπος, λυρική ποίηση, διδακτική ποίηση.
* * *η / ποίησις, ΝΜΑ [ποιώ]1. η τέχνη τής σύνθεσης έμμετρων λογοτεχνικών έργων2. τα ποιητικά έργα, τα ποιήματα («περὶ ὦν Ὅμηρος τὴν ποίησιν πεποίηκε», Πλάτ.)μσν.-αρχ.1. δημιουργία, κατασκευή («καὶ τειχῶν οἰκοδόμησιν καὶ νεῶν ποίησιν ἐπέμενον τελεσθῆναι», Θουκ.)2. η δημιουργία τού κόσμου από τον θεό («ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῡ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα», ΠΔ)3. τα δημιουργήματα τού θεού («τοῡτον [δηλ. τὸν θεόν] διὰ τῆς ποιήσεως αὐτοῡ ἴσμεν», Τατιαν.)αρχ.1. η υιοθέτηση («ἀμφισβητεῑται δὲ παρὰ μὲν ἡμῶν κατὰ γένος ἡ ἀγχιστεία, παρὰ δὲ τούτων κατὰ ποίησιν», Δημοσθ.)2. (περιληπτ.) αυτοί που έχουν υιοθετηθεί3. μέθοδος, διαδικασία.
Dictionary of Greek. 2013.